- κητώεις
- κητώεις, εσσα (κῆτος): full of ravines, epith. of Lacedaemon, Il. 2.581, Od. 4.1.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
κητώεις — κητώεις, εσσα, εν (Α) 1. (ομηρικό επίθ. τής Λακεδαίμονος) ο γεμάτος κοιλότητες, χαράδρες, σπηλιές («οἵ δ εἶχον κοίλην Λακεδαίμονα κητώεσσαν», Ομ. Ιλ.) 2. (για τον Δούρειο Ίππο) σπηλαιώδης, κοίλος, κούφιος 3. πελώριος, τεράστιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης … Dictionary of Greek
κητώεις — full of hollows masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κητώεντα — κητώεις full of hollows neut nom/voc/acc pl κητώεις full of hollows masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κητωέσσῃ — κητώεις full of hollows fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κητώεντος — κητώεις full of hollows masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κητώεσσα — κητώεις full of hollows fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κητώεσσαν — κητώεις full of hollows fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δενδρώεις — δενδρώεις, εσσα, εν (Α) ο δενδρήεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + (επίθημα) ώεις. Το –ω τού επιθήματος οφείλεται σε μετρικούς λόγους (πρβλ. κητώεις)] … Dictionary of Greek